κτῆμα

κτῆμα
κτῆμα, ατος, τό (s. prec. entry; Hom.+)
that which is acquired or possessed, gener. of any kind (Menand., Dyscolus 156). πᾶν κ. D 13:7. Pl. possessions (PRyl 28, 182; 76, 11; Jos., Ant. 14, 157) τὰ κτήματα καὶ αἱ ὑπάρξεις Ac 2:45. Beside fields and houses of movable property, furniture Hs 1:9. ἔχειν κτ. πολλά Mt 19:22; Mk 10:22 (cp. Diog., Ep. 38, 5, a rich youth follows Diogenes διανείμας τὴν οὐσίαν. Porphyr., Vi. Plotini 7: Rogatianus the senator gives away πᾶσα κτῆσις and becomes a Cynic).
landed property, field, piece of ground, in later usage κ. came to be restricted to this mng. (since Demosth. 18, 41; Menand., Dyscolus 40, 328, 737; Plut., Crass. 543 [1, 5]; Herodian 2, 6, 3; PTebt 5, 52; 120, 9; BGU 530, 21; Pr 23:10; 31:16; Philo, Spec. Leg. 2, 116; Jos., Bell. 4, 574) Ac 5:1 (=χωρίον vs. 3).—B. 769. Renehan 75, 127. DELG s.v. κτάομαι 4. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κτήμα — κτήμα, το και χτήμα, το, ατος 1. πράγμα που αποχτήθηκε, αντικείμενο ιδιοκτησίας. 2. ιδιόκτητη αγροτική έκταση. 3. ο πληθ., κτήματα σημαίνει αγρούς, αμπελώνες κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτῆμα — anything gotten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • Κτῆμα ἐς ἀεί. — См. В вечное владение …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κτῆμ' — κτῆμα , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… …   Dictionary of Greek

  • Πάφος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος και διάδοχος του Κινύρα, του ιδρυτή της θρησκείας της Αφροδίτης στην Κύπρο. Ο Π. πήρε το όνομά του από την ομώνυμη αρχαία πόλη του νησιού, όπου ο πατέρας του διετέλεσε πρωθιερέας του ναού της Αφροδίτης και πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …   Deutsch Wikipedia

  • κτήμαθ' — κτή̱ματα , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc pl κτή̱ματι , κτῆμα anything gotten neut dat sg κτή̱ματε , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήματ' — κτή̱ματα , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc pl κτή̱ματι , κτῆμα anything gotten neut dat sg κτή̱ματε , κτῆμα anything gotten neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άδο — και –άδος και άδα κατάληξη τοπωνυμίων τής Νεοελλ., που προήλθε από τη γενική πληθυντικού οικογενειακών ονομάτων, όπου η κατάληξη δήλωνε αρχικά τον κτήτορα τής περιοχής [π.χ. τα χωράφια τώ(ν) Μαχαιράδω(ν), τώ(ν) Φαλατάδω(ν), τώ(ν) Τσουκαλάδω(ν)].… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”